πολεμοπαθής

πολεμοπαθής
ης, ες пострадавший от военных действий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πολεμοπαθής" в других словарях:

  • πολεμοπαθής — ές, Ν αυτός που υπέστη ζημιές από τον πόλεμο χωρίς να μετάσχει ενεργά σε αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + παθής (< πάθος), πρβλ. πλημμυρο παθής] …   Dictionary of Greek

  • πολεμοπαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, ο άμαχος που ζημιώνεται υλικά από τον πόλεμο: Συχνά δίνεται αποζημίωση στους πολεμοπαθείς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»